- ἰδέρως
- ἰδέρως [ῐ], ωτος, ὁ, ἡ,A one who loves at first sight, Hsch., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιδέρως — ἰδέρως, ωτος, ὁ (Α) αυτός που ερωτεύεται με την πρώτη ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν, απρμφ. αορ. β τού ρ. ορώ + έρως] … Dictionary of Greek